- ψήστης
- ο, Ν1. σκεύος για το καβούρντισμα τού καφέ, καβουρντιστήρι2. υπάλληλος ψησταριάς που αναλαμβάνει το ψήσιμο τού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αορ. έψησα τού ἕψω / ψήνω + επίθημα -της*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εψητής — ἑψητής, ὁ (Α) [ἕψω] 1. αυτός που βράζει κάτι, που μαγειρεύει, ο ψήστης 2. αυτός που λειώνει με μεταλλεύματα … Dictionary of Greek
ψησταριά — η, Ν 1. συσκευή για το ψήσιμο κρέατος 2. συνεκδ. ταβέρνα όπου ψήνεται και σερβίρεται κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. αριά (πρβλ. ζυγ αριά)] … Dictionary of Greek
ψηστιέρα — η, Ν οικιακή συσκευή για ψήσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήστης + κατάλ. ιέρα (πρβλ. ζαχαρ ιέρα)] … Dictionary of Greek
ψηστικά — τα, Ν [ψήστης] αμοιβή για το ψήσιμο φαγητού σε φούρνο … Dictionary of Greek